- περιφλέκτως
- περι-φλέκτως, Adv.A with burning passion,
ἐρᾶν Eun.VSp.455
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρᾶν Eun.VSp.455
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιφλέκτως — with burning passion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφλεκτος — ον, Α [περιφλέγω] αυτός που καίει από παντού («περιφλέκτους ὁρμάς»). επίρρ... περιφλέκτως με φλογερό πάθος … Dictionary of Greek